- κιμμέριος
- -α, -ο (Α κιμμέριος, -ία, -ιον, θηλ. και κιμμερίς, -ίδος και ιων. τ. θηλ. κιμμερίη1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Κιμμέριοια) μυθικός λαός που κατοικούσε πέρα από τον Ωκεανό σε διαρκές σκοτάδι, β) νομάδες τών στεπών που εισέβαλαν στη Μικρά Ασία («Κιμμέριοι ἐξ ἠθέων ὑπὸ Σκυθέων τῶν νομάδων ἐξαναστάντες ἀπίκοντο ἐς τὴν Ἀσίην», Ηρόδ.)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κιμμερίους.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από τη Μικρά Ασία, που μπορεί να συνδέεται με τις γλώσσες τού Ησυχίου κάμμεροςἀχλὺς και κέμμεροςἀχλὺς, ὁμίχλη].
Dictionary of Greek. 2013.