κιμμέριος

κιμμέριος
-α, -ο (Α κιμμέριος, -ία, -ιον, θηλ. και κιμμερίς, -ίδος και ιων. τ. θηλ. κιμμερίη
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Κιμμέριοι
α) μυθικός λαός που κατοικούσε πέρα από τον Ωκεανό σε διαρκές σκοτάδι, β) νομάδες τών στεπών που εισέβαλαν στη Μικρά Ασία («Κιμμέριοι ἐξ ἠθέων ὑπὸ Σκυθέων τῶν νομάδων ἐξαναστάντες ἀπίκοντο ἐς τὴν Ἀσίην», Ηρόδ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κιμμερίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από τη Μικρά Ασία, που μπορεί να συνδέεται με τις γλώσσες τού Ησυχίου κάμμερος
ἀχλὺς και κέμμερος
ἀχλὺς, ὁμίχλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κιμμέριος — the Crimea masc nom sg Κιμμερικός the Crimea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιμμέριος Βόσπορος — Αρχαία ονομασία του πορθμού που συνέδεε τη Μαιώτιδα θάλασσα (όπως ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες η Αζοφική) με τον Εύξεινο Πόντο. Σήμερα καλείται πορθμός του Κερτς (βλ. λ. Κερτς, πορθμός). Εκεί υπήρχαν οι ελληνικές αποικίες Φαναγόρεια,… …   Dictionary of Greek

  • Κιμμερίω — Κιμμέριος the Crimea masc/neut nom/voc/acc dual Κιμμέριος the Crimea masc/neut gen sg (doric aeolic) Κιμμερικός the Crimea masc/neut nom/voc/acc dual Κιμμερικός the Crimea masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιμμέριον — Κιμμέριος the Crimea masc acc sg Κιμμέριος the Crimea neut nom/voc/acc sg Κιμμερικός the Crimea masc acc sg Κιμμερικός the Crimea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιμμερίη — Κιμμέριος the Crimea fem nom/voc sg (epic ionic) Κιμμερικός the Crimea fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιμμερίην — Κιμμέριος the Crimea fem acc sg (epic ionic) Κιμμερικός the Crimea fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιμμερίοιο — Κιμμέριος the Crimea masc/neut gen sg (epic) Κιμμερικός the Crimea masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιμμερίου — Κιμμέριος the Crimea masc/neut gen sg Κιμμερικός the Crimea masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιμμερίῳ — Κιμμέριος the Crimea masc/neut dat sg Κιμμερικός the Crimea masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιμμέρια — Κιμμέριος the Crimea neut nom/voc/acc pl Κιμμερικός the Crimea neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”